βοραγινίδες

βοραγινίδες
(boraginaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών. Περιλαμβάνει 100 γένη με 1.800 είδη των τροπικών και εύκρατων χωρών. Οι β. είναι πολυετείς πόες, εξαιτίας της σαρκώδους ρίζας τους, υπάρχουν όμως και θάμνοι ή και αναρριχητικά φυτά. Τα φύλλα και οι βλαστοί τους καλύπτονται από στερεές τρίχες. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα και πενταμερή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έχιον — το (Α ἔχιον) [έχις] νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες, κν. βοϊδόγλωσσα αρχ. βοτ. το φυτό σαπωνόφυτον το ωκιμοειδές …   Dictionary of Greek

  • ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε …   Dictionary of Greek

  • κερίνθη — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cerinthe < αρχ. ελλ. κήρινθος «κηρήθρα»)] …   Dictionary of Greek

  • κυνόγλωσσος — η, ό (Α κυνόγλωσσος, ον) 1. αυτός που έχει γλώσσα όμοια με τη γλώσσα τού σκύλου 2. το ουδ. ως ουσ. το κυνόγλωσσο(ν) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια βοραγινίδες αρχ. 1. το αρσ. ως …   Dictionary of Greek

  • λιθόσπερμο — (Lithospermum). Γένος σωληνανθών φυτών της οικογένειας των βοραγινιδών. Στο γένος ανήκουν φυτά με τριχωτό βλαστό, που ζουν σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Τα λ. είναι ποώδη ή ξυλώδη φυτά, με καρπό που αποτελείται από τέσσερα σκληρά αχαίνια.… …   Dictionary of Greek

  • λύκοψις — (I) λύκοψις και λυκοψίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. λύκαψος. (II) η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο γένος άγχουσα …   Dictionary of Greek

  • μερτενσία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδες …   Dictionary of Greek

  • νονέα — η βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. nonnea από το όν. τού γιατρού Nonne] …   Dictionary of Greek

  • ομφαλώδης — ες (Α ὀμφαλώδης, ῶδες) [ομφαλός] ομφαλοειδής το αρσ. ως ουσ. ο ομφαλώδης βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 περίπου είδη τής περιοχής τής Μεσογείου και τού Μεξικού …   Dictionary of Greek

  • ονοσμόδιο — το βοτ. γένος δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onosmodium (ανώμαλη μορφή τού όνοσμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”